ενθρονιστικός

ενθρονιστικός
και ενθρονιαστικός, -ή, -ό (Μ ἐνθρονιστικός και ἐνθρονιαστικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται τον ενθρονισμό
μσν.
α. «ἐνθρονι(α)στικά (γράμματα)» — επιστολές που έστελναν οι επίσκοποι σε άλλους επισκόπους και με τις οποίες ανήγγειλλαν την εκλογή και χειροτονία τους
β. τὰ ἐνθρονι(α)στικά
χρηματικό ποσό που κατέβαλλαν οι ενθρονιζόμενοι επίσκοποι για τον ενθρονισμό τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”